-
-
- Από το λεξικό:
-
συγκοινωνία η [sin
ginonía]
Ο25 : η κίνηση οχημάτων, η μεταφορά κυρίως ανθρώπων αλλά και αγαθών από έναν τόπο σε έναν άλλο και τα μέσα που την εξυπηρετούν:
Aεροπορική / σιδηροδρομική / οδική / θαλάσσια ~
. Aστική / υπεραστική ~
. Διακόπτεται / αποκαθίσταται η ~
. Άλλοτε πάω με τα πόδια και άλλοτε με τη ~. || (πληθ.) η οργανωμένη μεταφορά κυρίως ανθρώπων αλλά και αγαθών με τη χρησιμοποίηση κατάλληλων μέσων:
Θαλάσσιες / χερσαίες / εναέριες ~
. Οργανισμός Aστικών Συγκοινωνιών.
[λόγ. < μσν. συγκοινωνία `συμμετοχή΄ < αρχ. συγκοινων(ῶ) -ία κατά το σχ.: κοινωνώ - κοινωνία σημδ. γαλλ. commu nication]
Κωνσταντίνα Τ. (SnowFox)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου